- καταυχένισμα
- τοχτύπημα που καταφέρεται στον αυχένα με την παλάμη, σβερκιά, καρπαζιά, κατραπακιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -αυχένισμα (< αὐχενίζω «σπάζω τον αυχένα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.